- φλυαρεῖ
- φλυᾱρεῖ , φλυαρέωtalk nonsensepres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)φλυᾱρεῖ , φλυαρέωtalk nonsensepres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλυάρει — φλυά̱ρει , φλυαρέω talk nonsense pres imperat act 2nd sg (attic epic) φλυά̱ρει , φλυαρέω talk nonsense imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδολεσχικός — ἀδολεσχικός, ή, όν (Α) [ἀδολέσχης] 1. αυτός που αρέσκεται να φλυαρεί 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδολεσχικόν η φλυαρία … Dictionary of Greek
αείλαλος — ἀείλαλος, ον (Μ) αυτός που διαρκώς μιλάει, φλυαρεί ακατάπαυστα, λάλος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λάλος < λαλῶ] … Dictionary of Greek
αερόμυθος — ἀερόμυθος, ον (Α) αυτός που λέει λόγια τού αέρα, που φλυαρεί μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + μῦθος «λόγος, λέξη». ΠΑΡ. αρχ. ἀερομυθῶ] … Dictionary of Greek
ακριτόμυθος — ο (Α ἀκριτόμυθος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν κρατά μυστικό, που ανακοινώνει τα απόρρητα που τού έχουν εμπιστευθεί αρχ. 1. αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα 2. φρ. «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + μυθος… … Dictionary of Greek
αλέθω — (Μ ἀλέθω) 1. (για δημητριακά) μεταβάλλω σε αλεύρι, αλευροποιώ 2. (για οποιαδήποτε προϊόντα) μεταβάλλω σε σκόνη ή πολτό, κονιοποιώ, πολτοποιώ 3. τρώγω με βουλιμία, καταβροχθίζω, ροκανίζω 4. καρπώνομαι αθέμιτα οφέλη 5. νεοελλ. φρ. «αλέθει η γλώσσα… … Dictionary of Greek
αστερόλεσχος — ἀστερόλεσχος, ο (Μ) αυτός που φλυαρεί για τ αστέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + λεσχος < λέσχη «συζήτηση, φλυαρία, κουτσομπολιό»] … Dictionary of Greek
γλιστρίδα — και γλιστερίδα, η και γλιστρίδι, το (Μ γλιστρία, η) [γλιστρώ] 1. το φυτό ανδράχνη η λαχανηρά, αντράκλα 2. φρ. «έχει φάει γλιστρίδα» φλυαρεί ακατάσχετα … Dictionary of Greek
εννομολέσχης — ἐννομολέσχης, ο (Α) αυτός που φλυαρεί για νόμιμα πράγματα ή για νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < έννομος + λέσχη «φλυαρία»] … Dictionary of Greek
κάρναξη — η (σε κατάρα) σκασμός («κάρναξη να σέ πιάσει» ή απλώς «κάρναξη» σε άνθρωπο που φλυαρεί ή φωνασκεί, για να σωπάσει). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. επιφών. karnaksi] … Dictionary of Greek